Η συζήτησή μας με τον Σαλβαδόρ ή αλλιώς Στέλιο
Παπαϊωάννου, από τα «Μωρά στη φωτιά», ξεκίνησε κάπως απρόσμενα: «Εμείς
κλείσαμε τριάντα χρόνια. Ήθελα απλά να πω με αφορμή τη Ξάνθη, ότι ήταν από τις
πολύ αγαπημένες μας πόλεις πολλά χρόνια πριν, από το 85-86. Ήταν ένα μέρος που
μπορώ να πω ότι μία από τις πρώτες πρώτες συναυλίες που κάναμε με τα Μωρά στη
φωτιά, πολύ πριν τον πρώτο δίσκο, έγινε εδώ στην Ξάνθη!» . Ήταν η στιγμή που
καταλάβαμε αμέσως πως ο άνθρωπος απέναντι μας είχε να μας πει ιστορίες: Γεγονός
που τον καθιστά τουλάχιστον συναρπαστικό.
-Πότε
ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να αφοσιωθείτε στην μουσική;
-Ακούγαμε μουσική από πολύ
μικρά παιδιά, λίγο μετά το δημοτικό, πολύ έντονα μετά, με φιλίες μετά το σχολείο.
Καταρχάς να πω ότι εγώ κατάγομαι από τη Βέροια και εκεί έχω μεγαλώσει μέχρι τα
18 μου. Είναι μία επαρχιακή πόλη, οπότε ενημερωνόμασταν μέσω Θεσσαλονίκης με
τους δίσκους εισαγωγής. Ασχολούμασταν λοιπόν με τη μουσική μέσω αυτών και κάπου
εκεί στα 16-17, ανακάλυψα ότι θα με αφορά σε προσωπικό σημείο, πέρα από το ότι
ακούγαμε, θαυμάζαμε, αγαπούσαμε, άλλα πράγματα καταλαβαίναμε, πολλά πράγματα
δεν τα καταλαβαίνουμε, σε καθαρά ακουστικό επίπεδο. Έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι θέλω
να ασχοληθώ πλέον πολύ σοβαρά φτιάχνοντας τα δικά μου πράγματα, ανακαλύπτοντας και
εγώ μέσα από τη μουσική τον εαυτό μου σιγά σιγά. Σε εκείνη την ηλικία λοιπόν, άρχισα να γράφω τα πρώτα τραγούδια,
καμιά φορά με δικούς μου στίχους, καμιά φορά μελοποιώντας διαφόρων ποιητών. Δεκαοκτώ
χρονών ήμουνα πλέον σίγουρος ότι θα κάνω ένα συγκρότημα και θα προσπαθήσω να
βρω τη φωνή μου και εγώ μέσα στη μουσική. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε. Κάναμε
συναυλίες. Όλη η Μακεδονία ήταν πλέον γειτονιά μας. Όλες εδώ οι περιοχές,
Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, εννοείται Βέροια, Θεσσαλονίκη, με δικό
μας αυτοκίνητο, δικά μας ηχητικά, γυρνούσαμε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και κάναμε
συναυλίες. Με τα πρώτα τραγούδια κάνουμε την πρώτη δική μας ηχογράφηση. Εκεί
κάπου, εμφανίστηκε ένας φίλος που μας φέρνει σε επαφή με την Άνω Κάτω records, ακούει τότε τη πρώτη μου δουλειά
και αποφασίστηκε πολύ γρήγορα να προχωρήσει.
-Το
ψευδώνυμο «Σαλβαδόρ» πότε προστέθηκε; Ποια είναι η σημασία του;
-Το ψευδώνυμο προστέθηκε τότε με την κυκλοφορία του
δίσκου, επειδή μου φαινόταν ότι θέλοντας και εγώ να διερευνήσω λίγο-πολύ την ελληνική γλώσσα με το σκληρό αυτό ήχο, κάνω κάπως εκκεντρικά πράγματα, πιο
πρωτοποριακά για την εποχή. Είπα μήπως θα ήταν καλύτερο να βρω ένα ψευδώνυμο,
να μην είμαι με το όνομά μου. Εκεί βρέθηκε μία κοπέλα να μου προτείνει το Σαλβαδόρ.
Εγώ το θεώρησα ακουστικά ωραίο και το δέχτηκα. Μετά από χρόνια ανακάλυψα ότι
έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί είναι το όνομα εμπνευσμένο από έναν πολύ νεαρό Ισπανό, τον Σαλβαδόρ Πουίγκ Αντίκ (Salvador Puig Antich) ο οποίος είναι η τελευταία θανατική καταδίκη στην
Ευρώπη, στο καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία. Ήταν ένας νεαρός, ο οποίος
κατηγορήθηκε σαν ταραξίας κατά του συστήματος της δικτατορίας του Φράνκο και
καταδικάστηκε σε θάνατο, παρά τη διεθνή κατακραυγή, για να μη σκοτωθεί ένας
τόσο νέος άνθρωπος που μάλλον ήτανε αθώος, και μετά καταργήθηκε η θανατική
ποινή σε όλη την Ευρώπη. Η κοπέλα, μου το πρότεινε για αυτό το λόγο, αλλά για
εμένα είναι ένα απλό ψευδώνυμο.
-Πώς
ξεκινάτε να γράψετε ένα τραγούδι; Χρειάζεται να είστε σε κάποια συγκεκριμένη
συναισθηματική κατάσταση ή είστε έτοιμος να γράψετε για οποιοδήποτε θέμα;
- Θα πω ότι συμβαίνουν και τα δύο κανονικά. Δηλαδή, είμαι
πάρα πολύ χαρούμενος όταν έχω ένα δυνατό ερέθισμα, και το αναζητώ πάντοτε και
αυτό σας λέω παιδιά κάνει μπαμ όταν το νιώσει κάποιος που ασχολείται με την
μουσική, αυτό που θα λέγαμε σε εισαγωγικά "έμπνευση". Έμπνευση είναι εκείνη η
σπίθα που σου λέει ότι τώρα εσύ κάτι θα δημιουργήσεις. Αυτό όμως, δεν μπορείς
να το περιμένεις να έρθει από μόνο του, πρέπει να το καλλιεργείς για να σου
έρθει. Δηλαδή, ενίοτε στέκομαι να μελετήσω και να αναζητήσω και να γράψω χωρίς τα
στοιχεία της έμπνευσης, αλλά όταν μου συμβαίνει είναι ευλογία. Αναζητώ την
έμπνευση για να γράψω και τα καλύτερα τραγούδια μου είναι σε στιγμές έμπνευσης,
αλλά δεν θέλω να επιτρέψω στον εαυτό μου χαλάρωση όταν δεν υπάρχει αυτή η έμπνευση.
Δηλαδή εξετάζω θέματα, μουσικές, τραγούδια και σε μία πιο ουδέτερη κατάσταση.