Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Συνέντευξη με τον Στέλιο Παπαϊωάννου


Η συζήτησή μας με τον Σαλβαδόρ ή αλλιώς Στέλιο Παπαϊωάννου, από τα «Μωρά στη φωτιά», ξεκίνησε κάπως  απρόσμενα: «Εμείς κλείσαμε τριάντα χρόνια. Ήθελα απλά να πω με αφορμή τη Ξάνθη, ότι ήταν από τις πολύ αγαπημένες μας πόλεις πολλά χρόνια πριν, από το 85-86. Ήταν ένα μέρος που μπορώ να πω ότι μία από τις πρώτες πρώτες συναυλίες που κάναμε με τα Μωρά στη φωτιά, πολύ πριν τον πρώτο δίσκο, έγινε εδώ στην Ξάνθη!» . Ήταν η στιγμή που καταλάβαμε αμέσως πως ο άνθρωπος απέναντι μας είχε να μας πει ιστορίες: Γεγονός που τον καθιστά τουλάχιστον συναρπαστικό. 



-Πότε ήταν η στιγμή που αποφασίσατε να αφοσιωθείτε στην μουσική;
-Ακούγαμε μουσική από πολύ μικρά παιδιά, λίγο μετά το δημοτικό, πολύ έντονα μετά, με φιλίες μετά το σχολείο. Καταρχάς να πω ότι εγώ κατάγομαι από τη Βέροια και εκεί έχω μεγαλώσει μέχρι τα 18 μου. Είναι μία επαρχιακή πόλη, οπότε ενημερωνόμασταν μέσω Θεσσαλονίκης με τους δίσκους εισαγωγής. Ασχολούμασταν λοιπόν με τη μουσική μέσω αυτών και κάπου εκεί στα 16-17, ανακάλυψα ότι θα με αφορά σε προσωπικό σημείο, πέρα από το ότι ακούγαμε, θαυμάζαμε, αγαπούσαμε, άλλα πράγματα καταλαβαίναμε, πολλά πράγματα δεν τα καταλαβαίνουμε, σε καθαρά ακουστικό επίπεδο. Έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι θέλω να ασχοληθώ πλέον πολύ σοβαρά φτιάχνοντας τα δικά μου πράγματα, ανακαλύπτοντας και εγώ μέσα από τη μουσική τον εαυτό μου σιγά σιγά. Σε εκείνη την ηλικία  λοιπόν, άρχισα να γράφω τα πρώτα τραγούδια, καμιά φορά με δικούς μου στίχους, καμιά φορά μελοποιώντας διαφόρων ποιητών. Δεκαοκτώ χρονών ήμουνα πλέον σίγουρος ότι θα κάνω ένα συγκρότημα και θα προσπαθήσω να βρω τη φωνή μου και εγώ μέσα στη μουσική. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε. Κάναμε συναυλίες. Όλη η Μακεδονία ήταν πλέον γειτονιά μας. Όλες εδώ οι περιοχές, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, εννοείται Βέροια, Θεσσαλονίκη, με δικό μας αυτοκίνητο, δικά μας ηχητικά, γυρνούσαμε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και κάναμε συναυλίες. Με τα πρώτα τραγούδια κάνουμε την πρώτη δική μας ηχογράφηση. Εκεί κάπου, εμφανίστηκε ένας φίλος που μας φέρνει σε επαφή με την Άνω Κάτω records, ακούει τότε τη πρώτη μου δουλειά και αποφασίστηκε πολύ γρήγορα να προχωρήσει.
-Το ψευδώνυμο «Σαλβαδόρ» πότε προστέθηκε; Ποια είναι η σημασία του;
-Το ψευδώνυμο προστέθηκε τότε με την κυκλοφορία του δίσκου, επειδή μου φαινόταν ότι θέλοντας και εγώ να διερευνήσω λίγο-πολύ την ελληνική γλώσσα με το σκληρό αυτό ήχο, κάνω κάπως εκκεντρικά πράγματα, πιο πρωτοποριακά για την εποχή. Είπα μήπως θα ήταν καλύτερο να βρω ένα ψευδώνυμο, να μην είμαι με το όνομά μου. Εκεί βρέθηκε μία κοπέλα να μου προτείνει το Σαλβαδόρ. Εγώ το θεώρησα ακουστικά ωραίο και το δέχτηκα. Μετά από χρόνια ανακάλυψα ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί είναι το όνομα εμπνευσμένο από έναν πολύ νεαρό Ισπανό, τον Σαλβαδόρ Πουίγκ Αντίκ (Salvador Puig Antich) ο  οποίος είναι η τελευταία θανατική καταδίκη στην Ευρώπη, στο καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία. Ήταν ένας νεαρός, ο οποίος κατηγορήθηκε σαν ταραξίας κατά του συστήματος της δικτατορίας του Φράνκο και καταδικάστηκε σε θάνατο, παρά τη διεθνή κατακραυγή, για να μη σκοτωθεί ένας τόσο νέος άνθρωπος που μάλλον ήτανε αθώος, και μετά καταργήθηκε η θανατική ποινή σε όλη την Ευρώπη. Η κοπέλα, μου το πρότεινε για αυτό το λόγο, αλλά για εμένα είναι ένα απλό ψευδώνυμο.
-Πώς ξεκινάτε να γράψετε ένα τραγούδι; Χρειάζεται να είστε σε κάποια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση ή είστε έτοιμος να γράψετε για οποιοδήποτε θέμα;
- Θα πω ότι συμβαίνουν και τα δύο κανονικά. Δηλαδή, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος όταν έχω ένα δυνατό ερέθισμα, και το αναζητώ πάντοτε και αυτό σας λέω παιδιά κάνει μπαμ όταν το νιώσει κάποιος που ασχολείται με την μουσική, αυτό που θα λέγαμε σε εισαγωγικά "έμπνευση". Έμπνευση είναι εκείνη η σπίθα που σου λέει ότι τώρα εσύ κάτι θα δημιουργήσεις. Αυτό όμως, δεν μπορείς να το περιμένεις να έρθει από μόνο του, πρέπει να το καλλιεργείς για να σου έρθει. Δηλαδή, ενίοτε στέκομαι να μελετήσω και να αναζητήσω και να γράψω χωρίς τα στοιχεία της έμπνευσης, αλλά όταν μου συμβαίνει είναι ευλογία. Αναζητώ την έμπνευση για να γράψω και τα καλύτερα τραγούδια μου είναι σε στιγμές έμπνευσης, αλλά δεν θέλω να επιτρέψω στον εαυτό μου χαλάρωση όταν δεν υπάρχει αυτή η έμπνευση. Δηλαδή εξετάζω θέματα, μουσικές, τραγούδια και σε μία πιο ουδέτερη κατάσταση.



- Όταν ολοκληρώνετε ένα τραγούδι, προβλέπετε τι αντίκρισμα θα έχει στο κοινό;
- Να πω την αλήθεια δεν με απασχόλησε ποτέ το τι αντίκρισμα θα έχει στο κοινό. Είμαι τυχερός που είχε και έχει αντίκρισμα αλλά δεν το επιδίωξα από την αρχή, δεν έκανα κάτι για να το κάνω να αρέσει, μου αρέσει να αρέσει, στο τέλος όμως. Χαίρομαι όταν αρέσει σε κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν το επιδιώκω από την αρχή, δεν κάνω κάτι δηλαδή για το mainstream, «τι επικρατεί φέτος;», « ποιο είναι το ρεύμα;», όχι. Νομίζω ότι εκεί είναι και το κλειδί και το λέω όχι επειδή το λέω εγώ για τον εαυτό μου, έχει γραφτεί κάπου σε μία κριτική μετά από πάρα πολλά χρόνια για τον πρώτο δίσκο. Λένε για μένα και για το δίσκο ότι η προσπάθεια που έκανα ήταν να φέρω τον κόσμο σε αυτή τη μουσική και όχι να πάω εγώ στη μουσική του κόσμου. Είναι καλά δηλαδή, εμείς που φτιάχνουμε μουσική και σε πιο δημιουργικό επίπεδο καμιά φορά και σε καθαρά εκτελεστικό, να έχουμε δουλέψει ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι να προτείνουμε κάτι για να μπορεί το κοινό να ακολουθήσει είτε να απορρίψει. Αυτό προσπαθώ να κάνω.
 -Υπήρξαν τραγούδια που δεν περιμένατε να έχουν τόση απήχηση στον κόσμο αλλά τελικά διαψευσθήκατε;
- Θα πω μια ιστορία πολύ απλή με τη γυναίκα που είμαι τώρα: ήταν μαθήτρια και γνωριστήκαμε εκτός μουσικής. Δεν της συστήθηκα. Ο δίσκος υπήρχε, είχε κυκλοφορήσει πριν αρκετά χρόνια. Γνωριστήκαμε σαν δύο άνθρωποι απλοί. Πήγαινε στο σχολείο λοιπόν και έβλεπε συνθήματα από στίχους στις τουαλέτες, στους τοίχους. Δεν ήξερε ότι είμαι εγώ και κάποια στιγμή όταν της είπαν οι φίλες της ποιος είμαι, τότε έγινε ένα σκηνικό καλό. Θέλω να πω ότι αρχίσαμε να βλέπουμε από νωρίς την ανταπόκριση και όντως μου έκανε καλή εντύπωση, 92-93 τότε είχε φουντώσει αυτό το πράγμα, από τους στίχους, από τα τραγούδια. Είναι για μας που κάνουμε αυτή τη δουλειά, ασχολούμαστε δημιουργικά, η πιο καλή ανταμοιβή, να αρέσει τελικά το τραγούδι σου, η μουσική σου, να έχει να πει κάτι σε κάποιους ανθρώπους. Είναι αυτό πραγματικά το πιο δύσκολο, δηλαδή καμιά φορά όταν βάλεις πολύ υψηλά standards, μετά είσαι εσύ δεσμευμένος απέναντι στον εαυτό σου. Ο πήχης όταν είναι πολύ ψηλά, πρέπει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για να κάνεις κάτι. Καλώς ή κακώς, εγώ είμαι σε αυτή τη διαδικασία πολλά χρόνια και νιώθω ότι έχω βρει τα κλειδιά μου ώστε να μπορώ να δημιουργώ με κάποια standards που έχω θέσει εγώ στον εαυτό μου.
- Υπάρχουν κομμάτια που ξεκινήσατε να γράφετε και δεν ολοκληρώσατε ποτέ; Τι ήταν αυτό που δεν σας «άρεσε»;

- Νομίζω είναι πάρα πολλά τα θέματα για τα κομμάτια που είτε ξεκίνησαν και έμειναν στο συρτάρι, είτε εξελίχθηκαν μετά από πολλά χρόνια και άλλαξαν μορφή. Μια ιδέα που υπήρχε παλιότερα μετά από τρία χρόνια ολοκληρώνεται, ένα τραγούδι δικό σου όπου ήταν ολοκληρωμένο με δικούς σου στίχους, βλέπεις ενα νομπελίστα ποιητή, παθαίνεις την πλάκα σου, πετάς το δικό σου και βάζεις του ποιητή και έρχεται και ολοκληρώνεται. Είναι μία διαδικασία που έχει σχέση με τη δουλειά μας, είναι αυτό που κάνουμε. Είναι σαν τα σκίτσα του ζωγράφου. Σκιτσάρει, το βάζει στην τσέπη, πηγαίνει στο σπίτι του, το ολοκληρώνει, το κάνει ένα μεγάλο πίνακα ή μένει ημιτελές. Τώρα, μετά από 23 χρόνια, δεν έχω αφήσει πολλά πράγματα πίσω μου που δεν τα ολοκλήρωσα τελικά γιατί πάντα η αρχή τους ήταν κάτι καλό. Οπότε, αφού στην πορεία δεν μου έβγαινε, έψαχνα να βρω γιατί δεν μπορώ να ολοκληρώσω αυτήν την ιδέα. Κάποια τραγούδια κάνουν πολύ καιρό για να πάρουν την τελική τους μορφή, κάποια πάλι γίνανε πάρα πολύ γρήγορα σε 5 λεπτά, σε 10 λεπτά, σε ένα πρωί. Έχω γράψει ένα τραγούδι που είναι πολύ παλιό, "Κοίτα με τα μάτια της καρδιάς", και το ηχογράφησα 25 χρόνια μετά.

-Έχετε βρεθεί ποτέ μέσα στην μακρόχρονη πορεία σας ως καλλιτέχνης σε καλλιτεχνικό «μούδιασμα»;
- Έχω καταλάβει ότι μπορεί να συμβεί αυτό. Θέλει λίγο προσοχή. Αν ας πούμε αφεθούμε πολύ στο στοιχείο της έμπνευσης και δεν έρχεται αυτή η θεά να σε επισκεφτεί, μπορεί να σε πάρει από κάτω. Δεν πρέπει να περιμένεις πάρα πολύ. Πρέπει να την δημιουργήσεις και λίγο την έμπνευση. Γενικώς το καλλιτεχνικό μούδιασμα μπορεί να συμβεί και κάποιες στιγμές μου έχει συμβεί, αλλά κατάλαβα γρήγορα ότι εξαρτάται από μένα. Δεν λέω να γράψω σαν μία μηχανή, να κάνω copy-paste τον εαυτό μου, ούτε είναι η παραγωγή μου τόσο μεγάλη και τόσο ισχυρή. Για πολλούς λόγους επιλέγω αυτά που θα πω, να έχουν κάποιο νόημα και αξία. Το καλλιτεχνικό μούδιασμα δηλαδή, κανονικά, δεν πρέπει να συμβαίνει και όταν συμβαίνει πρέπει να το πολεμάς.
-Μεταξύ της κυκλοφορίας του πρώτου δίσκου με τον δεύτερο υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί «άργησε» τόσο πολύ ο δεύτερος; 
- Η ζωή μας τρέχει παράλληλα με τη μουσική. Δυσκολία με τις εταιρείες, οικογενειακά, προσωπικά θέματα, θέματα υγείας, κράτησαν πίσω στο να δημοσιοποιήσω τη δουλειά μου, γιατί το συγκρότημα υπήρχε. Τα τραγούδια που εμφανίστηκαν στο δίσκο του 99, είναι γραμμένα από μένα την άνοιξη του 88, αμέσως μετά τον πρώτο δίσκο και είχαν εκτελεστεί συναυλιακά. Το καλοκαίρι του 95, αρκετά πριν τη δημιουργία του δεύτερου δίσκου, έγινε μία συγκλονιστική συναυλία στη Θεσσαλονίκη. Εμείς δημιουργούσαμε, παίζαμε, κάναμε πρόβες. Φανταστείτε δηλαδή από ένα συγκρότημα, που με έναν δίσκο, έκοψε 3.500 εισιτήρια, με ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Εγώ έχω ιδρύσει δισκογραφική εταιρία από το 2004, την Baby Records, για να μπορούμε να εκπροσωπούμε μόνοι μας τον εαυτό μας. Να δημιουργούμε τη δουλειά μας και να την κυκλοφορούμε στο κοινό, στους φίλους μας, απευθείας, χωρίς μεσάζοντες και χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Και ο πρώτος δίσκος έτσι κυκλοφόρησε ουσιαστικά.
-Στον δεύτερο δίσκο κυκλοφορούν και μελοποιήσεις ποιημάτων του Ελύτη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Ποιο ήταν το κριτήριο σας για να επιλέξετε αυτά τα ποιήματα; Φοβηθήκατε τις αντιδράσεις;
- Όχι, ήταν καθαρά αίσθηση. Μου άρεσαν τα ποιήματα, διάβαζα και διαβάζω πάρα πολύ ποίηση. Έχουν πάρα πολλά να πουν αυτά τα ποιήματα. Για αυτό το λόγο το έκανα, καθαρά καλλιτεχνικά. Δεν σκέφτομαι ποτέ τις αντιδράσεις, δεν σκέφτομαι ποτέ πως θα φανεί στον κόσμο, αν θα ταιριάξει, αν θα αρέσει.
-Ο ίδιος δίσκος κλείνει με το τραγούδι «ο Χαμαιλέων». Προσέχετε την σειρά που θα τοποθετηθούν τα κομμάτια σας μέσα στον δίσκο;
-Είναι όντως τελευταίο στη σειρά του cd; Δε νομίζω. Το θυμάμαι γιατί στο τέλος του δεύτερου δίσκου του 99, έχω ένα πολύ πειραματικό κομμάτι. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η σειρά των τραγουδιών. Δηλαδή, ειδικά τότε στα βινύλια, κάθε πλευρά έπρεπε να κρατάει το ενδιαφέρον του ακροατή και μετά να θέλει οπωσδήποτε να γυρίσει και από την άλλη πλευρά και να τον κρατήσει το ίδιο.
-Εντοπίζουμε μια διαφορά ανάμεσα στο εξώφυλλο του τελευταίου δίσκου με τα εξώφυλλα των προηγούμενων: ο τελευταίος είναι μια φωτογραφία σας ενώ τα υπόλοιπα είναι εικονογραφημένα. Γιατί αυτή η αλλαγή;

- Είμαι ο τελευταίος που βάζει φωτογραφία σε εξώφυλλο. Αν δεις, όλοι οι δίσκοι έχουν εικαστικό θέμα, καμιά φορά δουλεμένο πάρα πολύ στο χέρι. Είναι κάποια ιδέα. Μετά από 30 χρόνια, εντάξει μία φωτογραφιούλα είναι. Και δεν είναι καν κανονικός δίσκος. Είναι προπομπός ενός δίσκου που ήθελα να το πω ότι έρχεται τώρα, είναι έτοιμος γραμμένος και σε λίγο θα τον δημοσιοποιήσουμε.
-Κατά την διάρκεια των 30 χρόνων του συγκροτήματος έχουν «έρθει» και έχουν «φύγει» πολλοί. Ποια θεωρείτε από όλες αυτές τις συστάσεις, την πιο «δυνατή»;
- Είμαστε με όλους φίλοι, αλλά είναι και η ζωή, η δουλειά, οι ανάγκες, οι απαιτήσεις καμιά φορά. Είναι καλό να αλλάζουν οι δρόμοι μας. Με άλλους βαδίζουμε παράλληλες πορείες, με άλλους θα ξανασυναντηθούμε και με άλλους δεν πρόκειται ποτέ να ξανασυναντηθούμε. Νομίζω ότι τελικά η αποκομιδή είναι πάντα καλή, στο τέλος είναι πάντα ευχάριστες, πάντα καλές οι αναμνήσεις, οι φιλίες που δημιουργούνται και παικτικά και δημιουργικά και μουσικά και σε επίπεδο ανθρώπινο.
-Έχοντας αποκτήσει την εμπειρία όλων αυτών των χρόνων, πώς κρίνετε τα πράγματα στην ελληνική μουσική σκηνή;
- Μία χαρά τελικά. Μετά από πολύ κόπο και αγώνα, μία χαρά τα βρίσκω. Πολύ ωραία.
-Πώς θα χαρακτηρίζατε την πορεία της ροκ μουσικής στην Ελλάδα;
- Εγώ το μόνο που θέλω να πω είναι ότι δεν είναι το mainstream είδος της χώρας μας. Δεν είναι το ορισμένο είδος, κάναμε αγώνα, είμαι και εγώ μέσα σε αυτούς που έχουν κάνει προσωπικό αγώνα για να φέρουμε λίγο πιο κοντά στον κόσμο ένα είδος μουσικής που αγαπάμε, που αγαπήσαμε σαν παιδιά. Εγώ το υπηρέτησα με ελληνικό στίχο από πολύ νωρίς, με στοίχημα να πετύχει να παντρευτεί σωστά, ένα μουσικό ύφος με άποψη, λίγο new Wave, λίγο Rock. Μετά από πολύ αγώνα, μία χαρά μπορεί να πάει, αλλά δεν είναι σίγουρα το πιο εμπορικό είδος της χώρας μας. Τέλος καλό όλα καλά.
-Υπάρχουν για εσάς «κανόνες» που θα πρέπει να τηρεί ένας καλλιτέχνης πάνω στην σκηνή;
- Για εμάς κανόνες; Πάρα πολλοί αλλά και κανένας τελικά. Εννοείται ότι επικρατεί το "παρά πολλοί". Πρέπει να έχεις κανόνες για να μπορείς να τους καταργήσεις, αλλιώς δεν κάνεις κάτι. Δεν ξέρω αν είναι δικό μου ακριβώς αυτό, σαν έκφραση, σαν έννοια, σαν γραφή. Πολύ πιθανό να είναι του Πικάσο. Δεν ξέρω αν το είπε κάποιος, πάντως αυτό το αισθάνομαι εγώ.
- Ποια είναι η αγαπημένη σας πόλη στο εξωτερικό; Ποια στο εσωτερικό;
- Στο εσωτερικό μπορώ να πω ότι μου αρέσει πάρα πολύ η Αθήνα παρότι υποτίθεται είναι λίγο χαοτική. Είναι πολύ ωραία πόλη. Από το εξωτερικό θα διάλεγα την Κωνσταντινούπολη. Γιατί η Κωνσταντινούπολη, παρότι θεωρητικά ανήκει στην Ανατολή, ουσιαστικά είναι πολύ κοσμοπολίτικη πόλη, έχει και τζαζ μουσική πολύ, έχει και “ροκάκια”, απ' όλα έχει, έχει και έναν αέρα λίγο σαν Νέα Υόρκη της ανατολής.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο και ποια η αγαπημένη σας ταινία;
- Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι η Ιλιάδα του Ομήρου, σε διάφορες μεταφράσεις, και ταινία να πω την αλήθεια, παραδόξως, είναι το πρώτο Blade Runner και όχι το καινούργιο.


Επιμέλεια: Χαρά Σουμάδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στη Γειτονιά του Φοίβου Δεληβοριά

Την Τετάρτη 27 Μαρτίου ο Φοίβος Δεληβοριάς εμφανίστηκε στη Misirlou Live Stage και εμείς δεν χάσαμε την ευκαιρία για να πάρουμε μια ακόμα συ...