Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

Συνέντευξη με τα Καντινέλια

  Καντινέλια λένε στις Κυκλάδες τα γεράκια που ζευγαρώνουν στον αέρα, αλλά έτσι ονομάζεται και το ντουέτο της Εύης Σεϊτανίδου και του Θανάση Ζήκα που αν ζουν μόνιμα στην Εύβοια, έχουν, ως μουσικοί, σαν σπίτι τους όλη την Ελλάδα. Παλαιότερα διασκεύαζαν κυρίως ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια αλλά πλέον έχουν επικεντρωθεί στη δημιουργία δικών τους κομματιών με πιο ψυχεδελικό ύφος, που όπως αναφέρουν ότι είναι αυτά του επερχόμενού τους δίσκου.

  Στις 17/3/23, πριν το live τους στον Nosto, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τον Θανάση, δυστυχώς όμως μόνο με αυτόν, καθώς, λόγω των πολλών μουσικών οργάνων που παίζουν, το soundcheck της Εύης πήρε πολλή ώρα και δεν διαθέταμε τα χρονικά περιθώρια.






Να ξεκινήσουμε με τα βασικά: Πώς πίνεις τον καφέ?

Τώρα πολύ σπάνια… Ελληνικό καμιά φορά. Η Εύη προτιμά το τσιπουράκι πριν παίξει. Και δεν έχουν τα μπαρ συνήθως, οπότε κουβαλάει μαζί της. Έχουνε όλοι ουίσκι, έχουν τεκίλα, αλλά δεν έχουν τσίπουρο.


Πως γνωριστήκατε;


 Στην έκθεση που είχε κάνει ο Μυστακίδης, είχα πάει κι εγώ σαν οργανοποιός, είχα παρουσιάσει δύο όργανα εκεί. Καθίσαμε σε όλη αυτή την έκθεση και είχε διάφορες διαλέξεις δημιουργικότητας κλπ και μετά πήγαμε στην παραλία, παίξαμε και μέσα στην επόμενη βδομάδα είχαμε κάνει το πρώτο μας live. Κατευθείαν. Έχεις τα μισά, φέρνω κι εγω τα άλλα μισά, πάμε να παίξουμε.  

 Αλλά σε ένα κλίμα “πάμε να αναδείξουμε τη λαϊκή κιθάρα σαν παγκόσμιο όργανο” και να γράψουμε καινούργια μουσική γιατί υπάρχει πρόβλημα.  

 Δηλαδή ωραια, ήταν ο Λάππας, ο Μυστακίδης και ο Μπάμπης ο Παπαδόπουλος. Ωραία είναι τα παλιά. Σήμερα ποιος θα γράψει? Που λέει κι ο Ζαμπέτας, πώς το λέει στο τραγούδι του… Να γράψουμε καινούργια τραγούδια, καινούργιο λόγο, καινούργια πράγματα, να κοιτάμε πιο μπροστά. Σ’ αυτό το πράγμα καθίσαμε και κάναμε διάφορα, ζοριστήκαμε, κάποια τα κρατήσαμε, πολλά δεν είναι για παράσταση, είναι για cd, πολλά είναι μισοτελειωμένα. Ο στίχος είναι το πιο δύσκολο, γιατί, θέλουμε και καινούργιο στιχο, θέλουμε αυτό το global. Ας πούμε, το Άμα Σταματήσεις το Μυαλό σου, [...] όσο το δουλευεις σε δουλεύει κι αυτό είναι πιο global, είναι γενικότερο ας πούμε. Θέλουμε ένα τέτοιο καινούργιο λόγο και αυτό είναι το πιο δύσκολο.

Μπορεί να σου ‘ρθει και πιο εύκολα κάποιες φορές, αλλα μετά αν καθίσεις να το δουλέψεις είναι πολλές ώρες. Και έχω πολλά κομμάτια που πρέπει να πειράξω λέξεις.  



Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική; Από τον πατέρα σας; Θυμάστε κάτι που σας έκανε το κλικ;


Ναι, εγώ βίωσα αυτό: είχα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι στο σπίτι και έγραφε τραγούδια, κι έτσι κατάλαβα όλο αυτό το παιχνίδι, το να γράψεις ένα τραγούδι, να ασχολείσαι με ένα όργανο. Οπότε το πήρα έτσι βιωματικά, από το δημοτικό ακόμη. Είχαμε τότε ένα-δύο γατάκια και  γράψαμε ένα τραγούδι για το κάθε γατάκι, πήγαμε το Πάσχα μια εκδρομή, γράψαμε ένα τραγούδι για την εκδρομή… Απλά πράγματα, παιδικά, και έτσι το είδα σαν παιχνίδι αυτό.



Πώς ξεκινήσατε, όμως, να παίζετε;

Έπαιζα στην αρχή κλασική μουσική, κλασική κιθάρα, μέχρι την 3η κατωτέρα. Μετά έπιασα την ηλεκτρική, έκανα μπάντες ροκ εν ρολ στο γυμνάσιο-λύκειο. Μετά πήγα στην Άρτα και γοητεύτηκα από την παραδοσιακή μουσική, έπιασα τα παραδοσιακά όργανα. Αργότερα στην Πάρο και την τσαμπούνα και κάπου εκεί κατάλαβα ότι δεν θέλω να μοιάσω στους rolling stones, άλλες είναι οι ανάγκες εκείνης της κοινωνίας και άλλες της δικής μας. Έτσι άρχισα να ψάχνω πράγματα από εδώ, από τον τόπο μας. Στην αρχή όταν τα έπαιζα όλα αυτά ένιωθα πολύ περίεργα, και το κοινό, οι ροκάδες και οι μπουζουκτσίδες δεν ήξεραν άλλους δρόμους, οπότε μόνος μου τα έπαιζα. Μέχρι που μετά από 10-20 χρόνια ήταν πιο δόκιμο και το έδαφος και βγήκαν και άλλες μπάντες που διακεύαζαν παραδοσιακά οπότε επιτέλους μπορούσα να τα παίξω και να μην είμαι μόνος μου. Βρήκα και την Εύη και ταιριάξαμε.



Πώς γράφετε τα κομμάτια; Ποια είναι η διαδικασία;


Συνταγή σίγουρα δεν υπάρχει.


Πρώτα σας βγαίνει η μουσική για παράδειγμα ή πρώτα οι στίχοι και μετά γράφετε μουσική πάνω σε αυτούς; Παίρνετε μια ιδέα μουσική και την κάνετε τραγούδι;


Κάτι στανταρ δεν υπάρχει. Τα πιο καλά είναι αυτά που σου έρχονται με τη μία, δηλαδή στίχοι και μουσική. Ο στίχος, το κείμενο, έχει τα πάντα μέσα του, δηλαδή ένα κείμενο έχει τον δρόμο και τον ρυθμό. Αν είναι ερωτικό έχει έναν άλλο ρυθμό και μια άλλη κλίμακα… εξαρτάται για τι μιλάει. Αυτος είναι ένας κώδικας τον οποίο έχουμε και εφαρμόζουμε εμείς οι παλιοί. Το ίδιο κομμάτι δηλαδή το ψάχνεις σε μινόρε, σε ματζόρε, σε χασάπικο, σε ζεϊμπέκικο και λες “εδώ κάθεται καλύτερα”. 

 Σου δίνει το πάτημα και ο στίχος. Αν είναι ένας ο δημιουργός, δηλαδή κάνει στίχο και μουσική, είναι πιο ατόφιο το όλο θέμα. Αν θέλεις να τονίσεις μία λέξη την ανεβάζεις, αν έχεις μια άλλη την κατεβάζεις, την απλώνεις… Είναι διάφορα κόλπα. Καμιά φορά βέβαια έχουμε μουσικές και γράφουμε πάνω εκεί στίχους. Το πιο δύσκολο όμως είναι να κάνεις τον Κρόνο, να αποκεφαλήσεις τα παιδιά σου, να γράψεις ένα κομμάτι με στίχους και μουσική, και μετά από 5-6 χρόνια να πεις “δεν μου αρέσουν οι στίχοι” και τους αλλάζεις, τους ξηλώνεις και βάζεις διαφορετικούς. 

 Για τη μουσική υπάρχουν πολλοί τρόποι. Συνήθως ο τραγουδοποιός έχει ένα θέμα, μία ιδέα, και από αυτό μπορούν να γίνουν εκατό τραγούδια. Μπορείς να εμπνευστείς μέχρι και από το να πετάξεις ένα καπάκι κάτω, να κάνει τακ τακ τακ και μετά να το μιμηθείς και να το κάνεις τραγούδι, τυχαία. Η βόλτα είναι όμως η μάνα της έμπνευσης, ιδίως για τον στίχο, τον σιγοψιθυρίζεις και μετά φυσικά είναι η επεξεργασία, πρέπει αυτή την έμπνευση να τη δουλέψεις, να τη στολίσεις, να τη φτιάξεις, να την ενώσεις. Το ζήτημα είναι να έχεις το θέμα, την ιδέα, τί τραγούδι θέλεις να κάνεις.



Αυτή η έμπνευση από πού έρχεται;


Μας αφορά πολύ η εποχή μας, αυτά που γίνονται στην κοινωνία αλλά μπορεί να σου έρθει και ό,τι να ‘ναι, συνήθως επηρεάζεσαι όμως από το περιβάλλον σου. Αν πας, δηλαδή, σε μια βιομηχανική πόλη θα σου έρθουν άλλες ιδέες από ότι αν πας στο βουνό ή στη θάλασσα. Επίσης τα πολλά ακούσματα, η ποικιλία, βοηθάει πολύ. Δεν υπάρχει συνταγή, τι να κάνουμε;



Μπορούμε να έχουμε μια ιδέα για τον δίσκο σας; Πότε περίπου τον περιμένουμε;


Από φθινόπωρο θα τον κυκλοφορήσουμε. Τώρα την άνοιξη θα ηχογραφησουμε, θα βγάλουμε και ένα-δύο κομμάτια παρα έξω μέχρι το καλοκαίρι. Θέλουμε να πάρουμε με αυτόν τώρα έναν χαρακτήρα, γιατί ο κόσμος μας έχει γνωρίσει με τα παραδοσιακά αλλά θέλουμε τώρα να μας μάθει με τα δικά μας τραγούδια.…Θα γράψουμε τον δίσκο στον Τιτο Καρυωτάκη, που έχει κάνει και τις Τρύπες και έχει εμπειρία μπόλικη. Θα είναι πιο ψυχεδελικό σε ύφος, θα έχει και διάφορους ρυθμούς,


Το 2020 που είχατε μιλήσει στο ραδιόφωνο με τα παιδιά που ήταν τότε στο πρόγραμμα, είχες πει ότι δεν στηριζόσασταν πλέον στην οργανοποιεία όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι.

 Ναι. Συνεχίζω, δηλαδή φτιάχνω κανένα όργανο, πουλάω και κανένα, αλλά πλέον ζούμε απ’ τα Καντινέλια αποκλειστικά. Όσον αφορά την οργανοποιεία, κάνω πειράματα για μένα. Κάνω περίεργες κιθάρες. Ας πούμε, είναι μία με σχήμα σαν βιολί (το λέω βιολοκίθαρο) με ένα καπάκι που έχει μία καμπύλη 2,5 πόντους, όπως το βιολί. Προσπαθώ να φτιάξω έναν ήχο που να ταξιδεύει. Γιατί εμείς παίζουμε με τον ηλεκτρισμό οπότε δεν μας ενδιαφέρει τόσο η ένταση, είμαστε καλυμμένοι. Έχουν μαγνήτες οι κιθάρες μας, θα έχει μαγνήτες και αυτό, θα είναι νέο όργανο εντελώς. Οπότε μας νοιάζει πιο πολύ το ηχόχρωμα και ψάχνουμε πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό, ένα όχι καθαρά ακουστικό όργανο.

Ωραίο αυτό, πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Και γενικά, οι κιθάρες που κάνω είναι πάρα πολύ συγκεκριμένες. Δεν έχω πάρα πολύ χρόνο, οπότε δεν φτιάχνω απ’ όλα τα είδη, κάνω μόνο τη δική μου. Είναι ένα μοντέλο δικό μου αυτό που θα ακούσετε, αυτό έχει από κάτω τον χορδοκράτη. Τις ονομάζω δημοτικές αυτές τις κιθάρες για να διαφοροποιούνται από τις λαϊκές που είναι αστικές, είναι πιο εσωτερικού χώρου, ενώ αυτές με χορδοκράτη είναι πιο υπαίθριες.



Και πού διαφέρουν?

Καταρχάς, οι δικές μου έχουν μηχανικό καβαλάρη. Οι κλασικές και οι ακουστικές και όλες αυτές έχουν κολλητό τον καβαλάρη ενώ εμένα οι χορδές πιάνονται κάτω σαν το μπουζούκι. Είναι μηχανική η σύνδεση των χορδών κι αυτό βοηθάει σε διάφορα πράγματα, στην αντοχή στις τάσεις για παράδειγμα. Γιατί στις κιθάρες που έχουν κολλητό τον καβαλάρη, κάποια στιγμή ξεκολλάει, ενώ μ’ αυτές δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Η βασική διαφορά στην δική μου την κιθάρα είναι ότι είναι σολιστική, σαν μπουζούκι. Δηλαδή παίζεις σόλο και έχεις στραγαλάτο ήχο. Έχει κοφτά μπάσα, μουντά, όχι πολλές αρμονικές σαν την ακουστική ή την κλασική και αυτό βοηθάει πολύ στο ντουέτο

…Για να μην μπλέκονται κιθάρες και να ξεχωρίζει ο ήχος.

Ναι, ναι. Ενώ η ακουστική είναι ένα όργανο ορχήστρας, οι λαϊκές, οι blues, οι swing κιθάρες είναι πιο πολύ για ντουέτο και παλιότερα παίζονταν πολύ.


Οπότε πήγες να πετύχεις κάτι παρόμοιο ας πούμε.

Κοίταξε δεν το είχα σκεφτεί κιόλας. Είχα στο μυαλό μου έναν ήχο σαν του Django Reinhardt, του Robert Johnson, του Μάρκου Βαμβακάρη – blues, swing, ρεμπέτικο δηλαδή. Έφτιαξα αυτή την κιθάρα το 2004 όταν ήμουν στην Άρτα και σκέφτηκα “Τι περίεργη κιθάρα;”. Τότε δεν κυκλοφορούσαν ούτε swing ούτε λαϊκές και, προσπαθώντας να την αποδώσω, συνειδητοποίησα διάφορα πράγματα. Ότι είναι καλή σε εξωτερικό χώρο, ότι είναι καλή για ντουέτο, ότι είναι καλή για τέτοια πράγματα. Έγραψα κάποια κομμάτια και η εξέλιξη του ήταν αυτό που κάνουμε με την Εύη τώρα – το οποίο στηρίζεται πολύ σε αυτές τις κιθάρες. Δηλαδή με μία ακουστική κιθάρα δεν θα μπορούσε κάποιος να φύγει τόσο εύκολα σε σόλο. Θα έπαιζε ακόρντα η αρπίσματα ή άλλα πράγματα σε ένα ντουέτο, όχι τόσο ρυθμικά. Γι’ αυτό μας βολεύει και πολυρρυθμία.


Και βγαίνει ένα πολύ ιδιαίτερο αποτέλεσμα, ξεχωρίζει και ο ήχος σας έτσι.

Ναι και εδώ παίζει μεγάλο ρόλο. Γιατί αν πας να παίξεις τα ίδια σε μία κλασική, σε μία ακουστική, ακόμα και σε μία λαϊκή κιθάρα (που έχει πιο έντονα πρίμα, όχι jazz πρίμα που είναι πιο γλυκά), θα έχει μία διαφορά, θα ακουστεί αλλιώς. Επίσης έχω πιο μικρό μήκος χορδής. Έχω πάρει το μήκος χορδής των μπλουζ, είναι δηλαδή 63,5 εκατοστά και όχι 65 που είναι η κλασική. Και αυτό βοηθάει σε διάφορα πράγματα πιο παιχνιδιάρικα που μπορείς να κάνεις. Δηλαδή μπορείς με μία κίνηση να περάσεις 2-3 τάστα, ενώ με την ίδια κίνηση στην κλασική θα περνούσες 1-2. Και όλα αυτά τα εφέ προσπαθώ να τα αποδώσω. Επίσης, ο χορδοκράτης δονεί το καπάκι τελείως διαφορετικά, δηλαδή αν βάλεις λίγη δύναμη δεν δονείται τόσο όσο στις άλλες κιθάρες. Κάνω πειράματα γενικά, ψάχνω όργανα που δεν υπάρχουν.


Και συνδυάζεις παραδοσιακά όργανα από άλλα μέρη του κόσμου?

Παίρνω στοιχεία από πολλά όργανα, π.χ. από την Ινδία, αλλά κι από άλλα μέρη. Έχω ας πούμε την εννιάχορδη κιθάρα που έχω φτιάξει με τα δύο κεφάλια και τις άλλες τρεις χορδές, που είναι ακόμα πιο μπάσες. Αυτό τώρα είναι για κάποια συγκεκριμένα πράγματα: τα ρεμπέτικα, τα σμυρναίικα, τα ηπειρώτικα… σαν λαουτοκιθάρα. Όλο ανοιχτό κούρδισμα δηλαδή και ταιριάζει για οτιδήποτε που έχει μία συγχορδία, άντε το πολύ δύο, πρώτη-πέμπτη· να ‘χει παράδειγμα ρε-λα. Αλλά δεν είναι για όλα. Δηλαδή αν θες να παίξεις ένα χασαποσέρβικο, θα ακούγονται και οι έξτρα χορδές από κάτω, λειτουργούν σαν συμπαθητικές χορδές και θα δημιουργείται θόρυβος. Είναι όμως ένα όργανο που μπορεί να κάνει ολόκληρη ορχήστρα από μόνο του, γεμίζει πολύ καλά. Παίζεις μία λα και έχεις άλλες τρεις ανοιχτές χορδές από κάτω να δονούνται· οπότε δίνει βάθος όλο αυτό. Και αυτήν τότε την έκανα, το ’05, πολύ παλιά. Ήθελα να την κάνω για πτυχιακή, την είχα ξεκινήσει με τον Μυστακίδη, αλλά δεν υπήρχε βιβλιογραφία.

Η οργανοποιία είναι μικρόβιο, δεν τη σταματάς εύκολα.


Και το μικρόβιο εσύ πού το κόλλησες?

Εκεί στην Άρτα… Βασικά, ήμουν στο λύκειο και άκουσα την λέξη οργανοποιός πρώτη φορά και λέω “Οργανοποιός τώρα, τι είναι αυτό το πράγμα?”. Ήταν ο αδερφός του Νίκου Παπάζογλου, ο Ζαφείρης κοντά στη γειτονιά μας και είχε ένα μηχανουργείο. Εκεί έγραψε ο πατέρας μου ένα τραγούδι, το “Συνεργείο”, που είναι στο δίσκο “Τα Σύνεργα” με τον Νίκο Παπάζογλου, ο οποίος έχει μέσα και το “Τραπέζι” και τον “Μανδραγόρα”. Και είναι αυτό το “Συνεργείο” - που περιγράφει ακριβώς εκείνο το συνεργείο. Ήταν στη γειτονιά μας, τον έβλεπα εκεί πάνω στη μέγγενη που έβαζε το αμάξι και έβγαζε και έναν μπαγλαμά πότε-πότε. Μαζευόταν εκεί κόσμος, κάναν γλεντάκια και έλεγα “Τι καλά που περνάει αυτός τώρα, και τσιπουράκια, και μαστορικά, και φίλοι, και από όλα τα καλά”. Οπότε είχα αυτήν την ανάμνηση, αυτό το σαν ερέθισμα και λοιπόν, είχα την τύχη το 2000 που βγήκα φοιτητής να ανοίξει αυτή η σχολή και είχα δάσκαλο, εργαλεία, υλικά, όλα αυτά.


Δάσκαλο ποιον είχες?

Τον Στάθη Τσιώλη. Μεγάλη τύχη να τον γνωρίσω, γιατί μετά είχα και διάφορους άλλους δασκάλους που δεν είχα την ίδια τύχη να μου ανοίξουν τις πόρτες τους. Ήταν ένα κλειστό κύκλωμα με μυστικοπάθεια. Τώρα βέβαια, στο χωριό που είμαστε εκεί πέρα στην Εύβοια, μας έχει δώσει το σχολείο ο δήμαρχος να το κάνουμε οργανοποιείο και να το ανοίξω παραέξω. Να έρχεται κόσμος, να φτιάχνει τα όργανα του και ό,τι ξέρω να το μοιράζομαι για να μάθει ο κόσμος τη μουσική, να πάει όλο αυτό λίγο καλύτερα.

Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτοί οι δήμαρχοι.

Ναι, πάλι καλά, ναι.


Άρα είστε Εύβοια.

Ναι.

Επειδή είδαμε ότι αρκετές φορές είχατε πει πως δεν μένατε σταθερά σε ένα σημείο και γυρνούσατε όλη την Ελλάδα.

Ναι, τα έχουμε μπερδέψει λίγο. Μυτιλήνη, Πάρο, Θεσσαλονίκη… τώρα Εύβοια, από τον κορονοϊό και μετά.

Άρα μένετε αρκετό καιρό εκεί. Και όλα τα ταξίδια πώς σας επηρεάζουν? - και γενικά, και σαν μουσικούς.

 Είναι ωραίο το να ταξιδεύεις. Και ειδικά να έχεις μία μπάντα και να ταξιδεύεις. Ανέκαθεν ήταν ωραίο αυτό το θέμα: το να ταξιδεύεις παίζοντας μουσική. Τώρα, αν έχεις τη δική σου μουσική, γράφεις δικά σου κομμάτια και θες να τα κοινωνήσεις με τον κόσμο, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Μετά έρχεται οτιδήποτε άλλο· χρήματα και τα λοιπά. Πρώτο είναι το να θες να τα παίξεις να τα ακούσει ο κόσμος, οπότε δεν μπορείς να μένεις στο ίδιο μέρος όπως γίνεται με το ρεμπέτικο. Θες να τα ακούσει πολύς κόσμος, να πας από δω από κει… Οπότε πήραμε τις κιθάρες μας και αρχίζουμε να κάνουμε αυτό που κάνουν ανέκαθεν οι μουσικοί και σιγά-σιγά χτίσαμε αυτό το πράγμα, το οποίο όμως πάει μαζί με το ταξίδι, είναι δηλαδή αλληλένδετα. Μας αρέσει γενικότερα στο ταξίδι, η νομαδική ζωή



Δεν έχει κάποια δυσκολία αυτό? 

Έχει.

Και οικονομική ίσως, όταν δεν ξέρετε το κοινό που θα βρείτε σε κάθε περιοχή.

 Αμα το χτίσεις μετά είναι πιο εύκολα. Συνήθως φροντίζουμε να πηγαίνουμε σε ανθρώπους να μας φιλοξενήσουν, φίλους δηλαδή, όχι τόσο σε ξενοδοχεία. Στην αρχή παίζεις για δυο-τρεις, και σιγα-σιγα βρίσκονται και άλλα μαγαζια γύρω γύρω όσο κάνεις τουρ και μετά στήνεται. Το δύσκολο είναι να το τολμήσεις αυτό. Να πεις οτι θα το προσπαθήσεις. Ευτυχως εμείς δεν είχαμε και άλλα πράγματα, υποχρεώσεις κλπ και πηγαμε και το κάναμε. Αυτο είναι το πιο σημαντικό. 

 Δηλαδή, αν 100 είναι οι μουσικοί που παίζουν μουσική, από αυτούς οι 10 γράφουν. Κι από τους 10, ο ένας υποστηρίζει τη μουσική του, δηλαδη σηκώνεται και ταξιδεύει, φεύγει από τη Θεσσαλονίκη, φεύγει από την Αθήνα, και πάει να το κάνει. Άρα πάρα πολύ λίγοι το τολμούν. Απο τους 1000 δηλαδή, 10 άτομα θα υποστηρίξουν το έργο τους, και άμα. Υπάρχουν πράγματα, γράφονται ωραία πράγματα, συνήθως από άσημους μουσικούς και συνήθως δυσκολεύονται να το πάνε παραέξω, είτε να βρουν άλλους μουσικούς να παίξουν, είτε να ταξιδέψουν, η διαθεσιμότητα είναι το πρώτο.   Μπορεί ο άλλος να είναι πολύ καλός μουσικός αλλά να μην είναι διαθέσιμος. Προτιμάς δηλαδή να είναι διαθέσιμος, παρά να είναι πολύ καλός μουσικός. Εγώ αυτό λέω. Γιατί θες να το ταξιδέψεις. Αν είναι για στούντιο, μπορείς να το σκεφτείς κι αλλιώς. Αλλα πώς θα το ταξιδέψεις μετά? Αν δεν μπορεί ό άλλος, δεν θα ‘ναι το ίδιο άκουσμα στο live.


Και οικονομική διάσταση ουσιαστικά είναι το live, έτσι; Βιοπορίζεστε κυρίως μέσω live. Αυτό είναι το βασικό. 

Ναι, ναι

Οι πωλήσεις;

Οι πωλήσεις από το cd, τώρα αξιωθήκαμε βγάλαμε και μπλουζάκια. Είναι κάτι και αυτά, αλλα πάλι στα live. Δεν πωλούνται cd από δω κι απο κει, κανένας δεν αγοράζει σήμερα. Δηλαδή μόνο από τα live βγάζουμε χρήματα. Και τώρα το κάνουμε μόνοι μας, δεν έχουμε ατζέντη και τέτοια.


Το να ερθετε στην Ξάνθη κατα πόσο ήταν ριψοκίνδυνο; Γιατί συνήθως δεν μαζεύει κοινό… και λόγω χώρου.

Η Ξάνθη είναι πάρα πολύ ωραία πόλη. Τωρα έχουμε ξεπεράσει το όλο θέμα του να χτίσεις το κοινό. Εμείς παίζουμε δικά μας τραγούδια κατά 70%. Θα ακούσεις σήμερα 3 διασκευές μόνο, 5 το πολύ. Τα κάναμε αυτά χωρίς δισκογραφία. Δύσκολο έτσι κι αλλιώς να παίξεις δικά σου τραγούδια χωρίς να τα ξέρει ο κόσμος, πόσο μάλλον χωρίς να είναι δισκογραφημένα. Όταν αρχίσαμε ήταν πολύ αβέβαιο, αφού όμως το περάσαμε όλο αυτό το στάδιο και θα έχουμε ένα κοινό που μας ξέρει, είναι όλα πολύ πιο εύκολα.


Οπότε το έχετε χτίσει εδώ το κοινο, ήταν σίγουρο ότι θα έρθει κόσμος.

Τιποτα δεν είναι σίγουρο. Δοκιμάζεις, πας, βλέπεις τι ταιριάζει και όλο αυτο αλλάζει. Τωρα ας πούμε με το beatbox και όλα αυτά, έχουμε απαιτήσεις λόγω ήχου. Δεν μπορούμε να έχουμε το ηχείο πίσω αν είναι κάποιο μαγαζί έτσι. Δε βγαίνει αυτό που θέλουμε να παίξουμε. Αλλα όσο πας σε μια πόλη και ξαναπας δημιουργείς ένα κοινό.


Ο Σπύρος Γραμμένος, που έρχεται αύριο μίλησε πριν λίγες μέρες σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό εδώ στην Ξάνθη και είπε ότι γενικά είναι δύσκολο να βγαίνεις περιοδεία σε τέτοια μέρη, λόγω κόστους. Για σας ισχύει κάτι παρόμοιο;


Το κάνουμε με τρόπο που συμφέρει. Μένουμε σε κανέναν φίλο, τα βλέπουμε έτσι γιατί αλλιώς δε βγαίνει. Είμαστε ντουέτο, που βοηθάει πάρα πολύ. Αλλιώς είναι πολύ δύσκολα, τέσσερα-πέντε άτομα να βγουν περιοδεία. Βάλε και ατζέντη, βάλε και ηχολήπτη, δε βγαίνει. Πρέπει να έχεις όνομα και αυτή τη στιγμή είναι δύσκολα.

 


Αυτή την εποχή υπάρχουν πολλές μπάντες που παίζουν παραδοσιακά διασκευασμένα, έχουμε παρατηρήσει κάτι σαν ένα ρεύμα επιστροφής στην παράδοση. Πώς το βλέπετε εσείς αυτό το “ρεύμα”;


Αυτό ακριβώς είναι που θέλουμε να αποφύγουμε. Εμείς κοιτάμε μπροστά, δεν κοιτάμε πίσω, δεν ψάχνουμε να κάνουμε διασκευές. Το κάναμε σε κάποια φάση, αλλά τώρα δεν θέλουμε. Παλαιότερα έλεγαν άλλα στα τραγούδια, τώρα εμείς θέλουμε να έχουμε σύγχρονο στίχο και μουσική. Παρ’ όλα αυτά, φυσικά και υπάρχουν πράγματα που μας αρέσουν, τα αγαπάμε και θέλουμε να τα παίξουμε. Δεν τα κυνηγάμε όμως, προκύπτουν. Για το Sinnerman ας πούμε, η φωνή της Nina Simone μου θύμισε τσαμπούνα. Οι διασκευές θεωρώ ότι έχουν κάπως λιγοτερη έμπνευση. Ο πιο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης είναι αυτός που μπορεί τα κομμάτια του να τα παίζει, να τα τραγουδάει, να γράφει στίχους και μουσική.



Πώς βλέπεις την σχέση σας με το κοινό;

Μας αρέσει η αλληλεπίδραση με τον κόσμο. Είμαστε μέσα του, είμαστε κοντά του, δεν πάμε στα καμαρίνια, βρισκόμαστε έξω, μιλάμε. Σιγά-σιγά τώρα διαμορφώνουμε και ένα κοινό πιο συγκεκριμένο…



Μετά το soundcheck, μιλήσαμε σύντομα και με την Εύη, στην οποία προλάβαμε να κάνουμε μερικές ερωτήσεις, πριν τους ευχηθούμε καλή επιτυχία.



Πώς ξεκίνησε όλο αυτό με τις μιμήσεις; Κάνεις πάρα πολλά όργανα!


Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια ήταν η στιγμή, σίγουρα όταν ήμουν πολύ μικρή. Γενικά και τώρα μου αρέσει να μιμούμαι ήχους. Όταν ήμουν μικρότερη ήταν και πιο ελέυθερη η φωνή οπότε και με τη φαντασία κάπως τα προσέγγιζα και σιγά σιγά δουλεύτηκαν αυτά.


Ποια όργανα παίζεις;


Κιθάρα, λύρα, κάνω την τρομπέτα, beatbox και φωνή.


Πότε ξεκίνησες;


Κιθάρα στην πρώτη δημοτικού και λύρα στην πέμπτη.


Από τα τραγούδια που έχετε γράψει, ξεχωρίζεις κάποιο;


Περνάω διάφορες φάσεις, τώρα θα έλεγα ας πούμε το “Είμαι ένα σπίτι” και το “Σε πηγάδι μπήκα”, αυτά θα είναι στον καινούργιο δίσκο.



Στο live που ακολούθησε, το ντουέτο έπαιξε ασταμάτητα για τρεις ώρες σερί, με αστείρευτη όρεξη. Ακούστηκαν τα δικά τους κομμάτια, οι κλασσικές τους διασκευές, αλλά και συνθέσεις που δημιουργούσε η Εύη εκείνη τη στιγμή με το beatbox, τις μελωδίες που τραγουδούσε και τα όργανα που μιμούταν με την φωνή της.
Ακούστηκαν συνδυασμοί όλων των οργάνων που παίζουν,
δίνοντας ποικιλία και στα ακούσματα. Πρέπει να αναφερθεί βέβαια ότι, όπως
ακούσαμε και από άλλους παρευρισκόμενους, ότι η τσαμπούνα κράτησε περισσότερη
ώρα απ' όσο ήταν ευχάριστο. Σίγουρα βέβαια δεν βοηθούσε το γεγονός ότι έπαιζαν
σε κλειστό χώρο.
Σε κάθε περίπτωση όμως, στο υπόλοιπο της συναυλίας
το  κοινό φάνηκε να τους απολαμβάνει και συμμετείχε στα τραγούδια.
Παράλληλα, τόσο ο Θανάσης, όσο και η Εύη είχανε πολύ καλή επικοινωνία με τον κόσμο,
αλλά και στην μεταξύ τους συνεννόηση μπορούσες να δεις πόσο δεμένοι είναι.



Στην συνέντευξη συμμετείχαν οι μαθητές Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Ολυμπία Καθηνιώτη, Αγγελική Πετροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνέντευξη με τους Embargo και ο δίσκος τους High Seas!

  Η παρακάτω συνέντευξη έγινε στις 17 Δεκεμβρίου του 2023. Λόγω δικού μας λάθους δεν ανέβηκε τότε. Ζητάμε συγνώμη από το συγκρότημα και τους...